- Ωρωπια
- Ὠρωπίαἡ (sc. γῆ) Оропия, область Оропа Thuc., Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ὠρωπία — Ὠρωπίᾱ , Ὠρώπιος fem nom/voc/acc dual Ὠρωπίᾱ , Ὠρώπιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρωπίᾳ — Ὠρωπίᾱͅ , Ὠρώπιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρωπίας — Ὠρωπίᾱς , Ὠρώπιος fem acc pl Ὠρωπίᾱς , Ὠρώπιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρωπίαν — Ὠρωπίᾱν , Ὠρώπιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)